- Ζεφύροιο
- Ζέφυροςwesterly windmasc gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζεφύροιο — Ζέφυρος westerly wind masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ELYSIUM — locus ubi piorum animae habitant, ὐπὸ τῆς λύσεως, a solutione. Nam animae post solutionem vinculi corporei deveniunt ad Elysios campos. Quos fabulam esse Phoeniciam patet ex ipso nomine, quod ex Phoenicum lingua desumptum. Hebraice enim alaz,… … Hofmann J. Lexicon universale
MACULAE — citrearum mensarum, in pretio olim Romanis, memorantur Tertulliano de Pall. c. ult. verbis his: Hem quantis facultatibus aestimavêre ligneas maculas! Earundem Plin. quoque meminit. l. 13. c. 15. Nec enim unius generis, aut nominis, erant. Aliae… … Hofmann J. Lexicon universale
ORYNGES Equi — apud Oppian. de Venatione l. 1. equi sunt varii, de quibus ita fcribit. Δοιὰ δ᾿ ἐπ᾿ Ω᾿ρύγγων τελέθει πολυανθέα κάλλη, Τοὶ μὲν γὰρ δειρὴν, καλλιτριχάτ᾿ ἐυρέα νῶτα Γεγράφαται δολιχῇσιν ἐπίτριμα ταινίῃσι, Τίγριες οἷα θοοὶ, κραιπνοῦ Ζεφύροιο γενέθλη … Hofmann J. Lexicon universale
TRIPHYLIA — eadem quae Elis. In ea Pylus oppid. ad Scollim montem, qui Triphyliacus, ad Pyrli alterius in ora Messeniae apud Coryphasium promontor. differentiam cognominatur, ab illo 400. stadiis, teste Strabone, ab Elide urbe 12. mill. pass. Dicuntur autem… … Hofmann J. Lexicon universale
ανίημι — ἀνίημι (Α) 1. στέλνω προς τα πάνω («Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, Ὅμηρος, «ἀφρὸν ἀνίημι», βγάζω αφρό Αισχύλος) 2. αναδίδω, βγάζω, κάνω να φυτρώσει (αποδίδεται σε θεούς ή στη γη 3. (για γυναίκα) γεννώ 4. κάνω ν ανέβει στην επιφάνεια (από τον… … Dictionary of Greek
ευθύπνους — εὐθύπνους, ουν και εὐθύπνοος, οον (Α) 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει κατευθείαν («θοαῑς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», Πίνδ.) 2. (για πρόσωπο) αυτός που αναπνέει ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πνους (< πνόος < πνοή),… … Dictionary of Greek
μελάνω — (Α) [μέλας, ανος] γίνομαι μαύρος, μαυρίζω (α. «Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἐπὶ φρίξ... μελάνει δὲ τε πόντος ὑπ αὐτῆς», Ομ. Ιλ. β. «πόντοιο διήλυσις, ἔνθα μάλιστα βένθος ἀκίνητον μελανεῑ», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
φρίξ — ικός, ἡ, Α 1. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας, φρικίαση («Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ», Ομ. Ιλ.) 2. ανατρίχιασμα 3. παροξυσμός ρίγους («πυρετὸς ἴσχει ξηρὸς καὶ φρὶξ ἄλλοτε», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία, κατά μία… … Dictionary of Greek